Μη θερμιδογόνες γλυκαντικές ουσίες: ‘το μηδέν άγαν’
Οι γλυκαντικές ουσίες πολύ χαμηλών θερμίδων έχουν ως στόχο να
βοηθήσουν το γενικό πληθυσμό να μειώσει την κατανάλωση πρόσθετων
σακχάρων. Η τελευταία έχει βρεθεί αρκετά αυξημένη ιδιαίτερα μέσω της
κατανάλωσης γλυκών και αναψυκτικών διαιωνίζοντας έτσι το θέμα της
περιττής πρόσληψης κενών θερμίδων και συμβάλλοντας στην εμφάνιση χρόνιων
εκφυλιστικών ασθενειών, όπως η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης και το
μεταβολικό σύνδρομο. Οι μη θερμιδογόνες γλυκαντικές ουσίες έχουν πολύ
μεγαλύτερη γλυκαντική ικανότητα ανά γραμμάριο από τις κοινές γλυκαντικές
ουσίες (σουκρόζη, σιρόπι καλαμποκιού πλούσιο σε φρουκτόζη, συμπυκνώματα
χυμών φρούτων). Με αυτόν τον τρόπο απαιτείται πολύ μικρότερη ποσότητα
και πολύ λιγότερες θερμίδες για την επίτευξη της ίδιας γλυκαντικής
επίδρασης. Τα προϊόντα στα οποία χρησιμοποιούνται ποικίλουν από τα
αναψυκτικά διαίτης, τσάι, καφές, λεμονάδες μέχρι τα γιαούρτια και τα
επιδόρπια light. Οι κύριες γλυκαντικές ουσίες χαμηλής θερμιδικής αξίας
είναι η σακχαρίνη (η μόνη διαθέσιμη γλυκαντική ουσία το 1980), η
ακελοσουλφάμη-Κ, η σουκραλόζη, η νεοτάμη και η πολύ πρόσφατη στέβια. Η
χρήση των ουσιών αυτών στα ήδη υπάρχοντα προϊόντα υπολογίζεται σε πάνω
από 6.000 τρόφιμα. Εκτιμάται πως η σουκραλόζη απαντάται σε 2.500 περίπου
τρόφιμα, η ακελοσουλφάμη-Κ σε περίπου 1.103 και η ασπαρτάμη σε 974
προϊόντα. Η πιο κοινή χρήση των ουσιών αυτών αφορά τα αναψυκτικά.
Αξίζει να αναφερθεί πως οι όποιες μελέτες περιλαμβάνουν παρατηρήσεις
σε ανθρώπους κυρίως αφορούσαν την αντικατάσταση των συμβατικών
αναψυκτικών με αναψυκτικά που περιείχαν γλυκαντικές ουσίες χαμηλής
θερμιδικής αξίας. Από αυτό και μόνο το γεγονός φαίνεται πως υπάρχει
περιορισμός στη διαθεσιμότητα των επιστημονικών δεδομένων για την
εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Στην επιστημονική έλλειψη της ‘μεγάλης
εικόνας’ έρχεται να προστεθεί ο προβληματισμός των καταναλωτών για την
ασφάλεια των γλυκαντικών αυτών ουσιών αλλά και οι ενδοιασμοί για τη
γευστικότητα των προϊόντων που περιέχουν τις εν λόγω ουσίες, όπως
ανιχνεύονται από διάφορες δημοσκοπήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της
Αμερικής.
Από έρευνες που έγιναν στις Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκε το εξής
ενδιαφέρον στοιχείο: το ποσοστό του πληθυσμού (περίπου 10%) που
κατανάλωνε αναψυκτικά με τις εν λόγω γλυκαντικές ουσίες έμεινε σταθερό
μεταξύ των ετών 1989 και 2004. Το ποσοστό του πληθυσμού που κατανάλωνε
τρόφιμα με γλυκαντικές ουσίες αυξήθηκε από 3,2% σε 5,8% στο ίδιο
διάστημα. Το αξιοσημείωτο είναι πως στο ίδιο διάστημα δεν παρατηρήθηκε
μείωση της κατανάλωσης προϊόντων που περιείχαν πρόσθετα σάκχαρα και όχι
γλυκαντικές ουσίες. Άρα ο πρωταρχικός στόχος της ύπαρξης των προϊόντων
με γλυκαντικές ουσίες χαμηλής θερμιδικής αξίας φάνηκε να μην
επιτυγχάνεται.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο τίθεται ένα μεγάλο θέμα: για να θεωρηθεί
μια γλυκαντική ουσία επιτυχημένη δεν αρκεί μόνο να ‘αφαιρεί’ θερμίδες
που θα προέρχονταν από την κατανάλωση ενός τροφίμου με προστιθέμενα
σάκχαρα. Θα πρέπει επίσης να επιτυγχάνει την αποφυγή του φαινομένου της
αντισταθμιστικής πρόσληψης θερμίδων. Αν, για παράδειγμα, το τρόφιμο με
τη γλυκαντική ουσία επιτυγχάνει αρχική μείωση 100 θερμίδων αλλά στη
συνέχεια προκαλεί τέτοιες μεταβολές στην όρεξη που σαν αποτέλεσμα έχουν
ένα γρήγορο σνακ 150 θερμίδων τότε το εν λόγω τρόφιμο όχι μόνο δεν
πέτυχε τον στόχο του αλλά δημιούργησε και αντιστροφή του ενεργειακού
ισοζυγίου. Από τις διαθέσιμες μελέτες που εξέτασαν το ερώτημα αυτό
προκύπτει πως η μεγαλύτερη καθαρή μείωση θερμίδων λαμβάνει χώρα όταν
αντικαθίσταται συμβατικό αναψυκτικό με αναψυκτικό που περιέχει χαμηλής
θερμιδικής αξίας γλυκαντική ουσία. Οι περισσότερες διαθέσιμες μελέτες
αφορούσαν την ασπαρτάμη. Οι απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα δεν
είναι εύκολο να δοθούν μια και η όρεξη του οργανισμού επηρεάζεται από
πολλούς παράγοντες. Οι μεταβολικές απαντήσεις του οργανισμού στις
γλυκαντικές ουσίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους υποδοχείς της
γλυκιάς γεύσης. Τελευταία δεδομένα υποστηρίζουν πως τέτοιοι υποδοχείς
δεν απαντώνται μόνο στη γλώσσα αλλά και στο λεπτό έντερο (τον δεύτερο
εγκέφαλο του οργανισμού, όπως αποκαλείται πλέον). Η διέγερση αυτών των
υποδοχέων από π.χ. μια γλυκαντική ουσία μπορεί να προκαλέσει ποικίλες
ορμονομεταβολικές απαντήσεις, των οποίων ο ρόλος στην παχυσαρκία και τον
σακχαρώδη διαβήτη μόλις έχει αρχίσει να διερευνάται τα τελευταία
χρόνια. Επιπρόσθετα, πρέπει να αναφερθεί πως σε αυτού του είδους τα
πολύπλοκα ερωτήματα η διαθεσιμότητα των μελετών που αφορούν ανθρώπους
είναι εξαιρετικά περιορισμένη και τα όποια συμπεράσματα είναι μάλλον
προσωρινά και όχι τελειωτικά. Επιτακτική κρίνεται ακόμη η διενέργεια
καλοσχεδιασμένων ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών οι οποίες θα εξετάζουν τις
μακροχρόνιες επιδράσεις των συγκεκριμένων γλυκαντικών ουσιών στον
έλεγχο του βάρους και του γλυκαιμικού ελέγχου στα διάφορα στάδια της
ζωής του ανθρώπου.
Ενώ λοιπόν ο περιορισμός της κατανάλωσης των προστιθέμενων σακχάρων
στα τρόφιμα είναι επιθυμητός στην πορεία προς μια καλύτερη διατροφή και
την επίτευξη φυσιολογικού σωματικού βάρους στην παρούσα φάση δεν
υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα που να τεκμηριώνουν το αν η χρήση
των γλυκαντικών ουσιών χαμηλών θερμίδων μειώνει τελικά τα προστιθέμενα
σάκχαρα ή δρα ευεργετικά στο ισοζύγιο ενέργειας, στο σωματικό βάρος ή
στους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου. Συμπερασματικά λοιπόν θα
μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως εν αναμονή νέων επιστημονικών μελετών
και δεδομένων που θα συμπληρώνουν το μεταβολικό παζλ η δέουσα
καταναλωτική στρατηγική σε σχέση με τις νέες γλυκαντικές ουσίες μπορεί
να συνοψιστεί στην πανάρχαια λαϊκή ρήση: ‘το μηδέν άγαν’.