About Me

Νοσοκομειακός Διαιτολόγος ΠΓΝΑ Ερυθρός Σταυρός (Κοργιαλένειο Μπενάκειο) - Μέλος Διοικητικού Συμβουλίου του Πανελλήνιου Συλλόγου Διαιτολόγων - Διατροφολόγων - κινητό: 6977867138

Friday, October 26, 2012

Το λιπαρό ψάρι προστατεύει καλύτερα την καρδιά, έναντι συμπληρωμάτων με ωμέγα-3


Καλύτερα τα λιπαρά ψάρια για την υγεία της καρδιάς

Όσοι νοιάζονται για την υγεία της καρδιάς τους, είναι καλύτερα να τρώνε λιπαρά ψάρια, αντί να παίρνουν διατροφικά συμπληρώματα με ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.

Οι ερευνητές, μ’ επικεφαλής τον καθηγητή Λικ Τζουσέ της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό κλινικής διατροφολογίας «American Journal of Clinical Nutrition», σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερ, μελέτησαν τις περιπτώσεις άνω των 20.000 ατόμων και διαπίστωσαν ότι η τακτική κατανάλωση ψαριών συνδέεται σαφώς με μειωμένο κίνδυνο καρδιολογικού προβλήματος, ενώ τα ευρήματα από την εξίσου τακτική κατανάλωση συμπληρωμάτων με ωμέγα-3 ήταν πιο ανάμικτα και ασαφή.

Ο Αμερικανικός Καρδιολογικός Σύλλογος συστήνει την κατανάλωση λιπαρών ψαριών (σολομού, σαρδέλας, τόνου, ρέγκας) δύο φορές την εβδομάδα και η νέα έρευνα επιβεβαιώνει τη σημασία αυτής της σύστασης.

Μερικοί άνθρωποι προτιμούν να παίρνουν τα ωφέλιμα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα που υπάρχουν στα ψάρια, όχι τρώγοντας τα ίδια τα ψάρια, αλλά μέσα από χάπια και κάψουλες ιχθυελαίων. Όμως, σύμφωνα με τη νέα μελέτη, σε αυτή την περίπτωση τα οφέλη δεν φαίνεται να είναι εξίσου δεδομένα όπως με την κατανάλωση των ίδιων των ψαριών.

Οι αμερικανοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι περίπου επτά στα 1.000 άτομα που έτρωγαν ψάρι λιγότερο από μια φορά τον μήνα, έπαθαν κάποιο καρδιολογικό πρόβλημα, έναντι μικρότερου ποσοστού περίπου τεσσάρων ατόμων στα 1.000 μεταξύ όσων έτρωγαν ψάρι πάνω από μια φορά το μήνα. Σύμφωνα με τον Ντζουσέ, αυτό «μεταφράζεται» σε 30% περίπου μικρότερο κίνδυνο για την καρδιά όσων τρώνε πιο συχνά ψάρι σε σχέση με όσους δεν τρώνε.

Πιο πολύπλοκη είναι η εικόνα με την επίδραση των ωμέγα-3 λιπαρών οξέων. Από αυτά, τα οξέα ΕΡΑ και DHA που θεωρούνται κατ’ εξοχήν υπεύθυνα για την προστατευτική δράση των ψαριών, δεν φαίνεται από μόνα τους, με τη μορφή συμπληρωμάτων, να έχουν κάποια ιδιαίτερη ωφέλεια, ενώ πιο απτή είναι η σχέση ανάμεσα στον μειωμένο καρδιολογικό κίνδυνο και στο λιπαρό οξύ DPA.

Η Άλις Λιχτενστάιν του Εργαστηρίου Καρδιαγγειακής Διατροφολογίας του πανεπιστημίου Ταφτς της Βοστώνης σχολίασε ότι, μετά τη νέα μελέτη, απομακρύνεται η ελπίδα για μια «γρήγορη λύση» μέσω των συμπληρωμάτων ωμέγα-3.

Το συμπέρασμα είναι, όπως είπε, ότι η έμφαση πρέπει να δοθεί στο να γίνει πιο υγιεινή η διατροφή των ανθρώπων, ιδίως όσων ανήκουν σε ομάδα υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου, οι οποίοι πρέπει να τρώνε περισσότερα λιπαρά ψάρια.

Πηγή: ΑΜΠΕ

Sunday, October 14, 2012

Η «ροζ γλίτσα»

Ο Τζέιμι Όλιβερ προκάλεσε αναστάτωση στο τηλεοπτικό του κοινό, όταν αποκάλυψε ότι τα McDonald's χρησιμοποιούσαν αυτή την ουσία που δεν είναι τίποτα άλλο από υδροξείδιο του αμμωνίου (E527) όπως είπε.
 Κατά τον τηλεοπτικό σεφ Τζέιμι Όλιβερ είναι ένα συστατικό βιομηχανοποιημένων τροφίμων που χρησιμοποιούσε η πιο γνωστή αλυσίδα γρήγορου φαγητού στον κόσμο, τα McDonald's για να μετατρέψουν λιπαρά απομεινάρια βοδινού κρέατος σε....κιμά για τα χάμπουργκέρ τους στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Τα McDonald's απέσυραν τελικά την ουσία αυτή από τα προϊόντα τους αλλά για να γίνει αυτό χρειάστηκε ολόκληρη τηλεοπτική εκστρατεία εκ μέρους του Όλιβερ. Ο Τοντ Μπέικον πάντως -διευθυντής του αρμόδιου τμήματος των McDonald's στις ΗΠΑ-, αρνήθηκε ότι η απόφαση της αλυσίδας εστιατορίων είχε σχέση με την εκστρατεία του Όλιβερ. «Η απόφαση να αφαιρέσουμε αυτό το προϊόν από το σύστημα των McDonald's δεν συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, αλλά με την απόφασή μας να υποστηρίξουμε την προσπάθεια εναρμόνισης των παγκόσμιων προτύπων στα υλικά του ωμού βοδινού. Τα McDonald's εναρμονίζονται με τα κυβερνητικά προαπαιτούμενα και κανονισμούς για την ασφάλεια των τροφίμων» είπε.
Ο μικροβιολόγος του αμερικανικού υπουργείου Γεωργίας Τζέραλ Ζίρνσταϊν υποστηρίζει ότι η χρήση του υδροξείδιου του αμμωνίου πρέπει να απαγορευθεί: «Δεν θεωρώ ότι πρόκειται για βοδινό κιμά και το να επιτρέπεται να χρησιμοποιείται σε βοδινό κιμά είναι κάποια μορφή ψευδούς επισήμανσης».

πηγή: http://gr.news.yahoo.com/%CF%83%CE%AC%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CE%BC%CE%B5-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%B1%CF%80%CE%BF%CE%BA%CE%AC%CE%BB%CF%85%CF%88%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%AF%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CF%85-173012691.html

Friday, October 12, 2012

Γλυκαντικές Ουσίες: ποιες και γιατί...

Μη θερμιδογόνες γλυκαντικές ουσίες: ‘το μηδέν άγαν’
Οι γλυκαντικές ουσίες πολύ χαμηλών θερμίδων έχουν ως στόχο να βοηθήσουν το γενικό πληθυσμό να μειώσει την κατανάλωση πρόσθετων σακχάρων. Η τελευταία έχει βρεθεί αρκετά αυξημένη ιδιαίτερα μέσω της κατανάλωσης γλυκών και αναψυκτικών διαιωνίζοντας έτσι το θέμα της περιττής πρόσληψης κενών θερμίδων και συμβάλλοντας στην εμφάνιση χρόνιων εκφυλιστικών ασθενειών, όπως η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης και το μεταβολικό σύνδρομο. Οι μη θερμιδογόνες γλυκαντικές ουσίες έχουν πολύ μεγαλύτερη γλυκαντική ικανότητα ανά γραμμάριο από τις κοινές γλυκαντικές ουσίες (σουκρόζη, σιρόπι καλαμποκιού πλούσιο σε φρουκτόζη, συμπυκνώματα χυμών φρούτων). Με αυτόν τον τρόπο απαιτείται πολύ μικρότερη ποσότητα και πολύ λιγότερες θερμίδες για την επίτευξη της ίδιας γλυκαντικής επίδρασης. Τα προϊόντα στα οποία χρησιμοποιούνται ποικίλουν από τα αναψυκτικά διαίτης, τσάι, καφές, λεμονάδες μέχρι τα γιαούρτια και τα επιδόρπια light. Οι κύριες γλυκαντικές ουσίες χαμηλής θερμιδικής αξίας είναι η σακχαρίνη (η μόνη διαθέσιμη γλυκαντική ουσία το 1980), η ακελοσουλφάμη-Κ, η σουκραλόζη, η νεοτάμη και η πολύ πρόσφατη στέβια. Η χρήση των ουσιών αυτών στα ήδη υπάρχοντα προϊόντα υπολογίζεται σε πάνω από 6.000 τρόφιμα. Εκτιμάται πως η σουκραλόζη απαντάται σε 2.500 περίπου τρόφιμα, η ακελοσουλφάμη-Κ σε περίπου 1.103 και η ασπαρτάμη σε 974 προϊόντα. Η πιο κοινή χρήση των ουσιών αυτών αφορά τα αναψυκτικά.
Αξίζει να αναφερθεί πως οι όποιες μελέτες περιλαμβάνουν παρατηρήσεις σε ανθρώπους κυρίως αφορούσαν την αντικατάσταση των συμβατικών αναψυκτικών με αναψυκτικά που περιείχαν γλυκαντικές ουσίες χαμηλής θερμιδικής αξίας. Από αυτό και μόνο το γεγονός φαίνεται πως υπάρχει περιορισμός στη διαθεσιμότητα των επιστημονικών δεδομένων για την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων. Στην επιστημονική έλλειψη της ‘μεγάλης εικόνας’ έρχεται να προστεθεί ο προβληματισμός των καταναλωτών για την ασφάλεια των γλυκαντικών αυτών ουσιών αλλά και οι ενδοιασμοί για τη γευστικότητα των προϊόντων που περιέχουν τις εν λόγω ουσίες, όπως ανιχνεύονται από διάφορες δημοσκοπήσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Από έρευνες που έγιναν στις Ηνωμένες Πολιτείες βρέθηκε το εξής ενδιαφέρον στοιχείο: το ποσοστό του πληθυσμού (περίπου 10%) που κατανάλωνε αναψυκτικά με τις εν λόγω γλυκαντικές ουσίες έμεινε σταθερό μεταξύ των ετών 1989 και 2004. Το ποσοστό του πληθυσμού που κατανάλωνε τρόφιμα με γλυκαντικές ουσίες αυξήθηκε από 3,2% σε 5,8% στο ίδιο διάστημα. Το αξιοσημείωτο είναι πως στο ίδιο διάστημα δεν παρατηρήθηκε μείωση της κατανάλωσης προϊόντων που περιείχαν πρόσθετα σάκχαρα και όχι γλυκαντικές ουσίες. Άρα ο πρωταρχικός στόχος της ύπαρξης των προϊόντων με γλυκαντικές ουσίες χαμηλής θερμιδικής αξίας φάνηκε να μην επιτυγχάνεται.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο τίθεται ένα μεγάλο θέμα: για να θεωρηθεί μια γλυκαντική ουσία επιτυχημένη δεν αρκεί μόνο να ‘αφαιρεί’ θερμίδες που θα προέρχονταν από την κατανάλωση ενός τροφίμου με προστιθέμενα σάκχαρα. Θα πρέπει επίσης να επιτυγχάνει την αποφυγή του φαινομένου της αντισταθμιστικής πρόσληψης θερμίδων. Αν, για παράδειγμα, το τρόφιμο με τη γλυκαντική ουσία επιτυγχάνει αρχική μείωση 100 θερμίδων αλλά στη συνέχεια προκαλεί τέτοιες μεταβολές στην όρεξη που σαν αποτέλεσμα έχουν ένα γρήγορο σνακ 150 θερμίδων τότε το εν λόγω τρόφιμο όχι μόνο δεν πέτυχε τον στόχο του αλλά δημιούργησε και αντιστροφή του ενεργειακού ισοζυγίου. Από τις διαθέσιμες μελέτες που εξέτασαν το ερώτημα αυτό προκύπτει πως η μεγαλύτερη καθαρή μείωση θερμίδων λαμβάνει χώρα όταν αντικαθίσταται συμβατικό αναψυκτικό με αναψυκτικό που περιέχει χαμηλής θερμιδικής αξίας γλυκαντική ουσία. Οι περισσότερες διαθέσιμες μελέτες αφορούσαν την ασπαρτάμη. Οι απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα δεν είναι εύκολο να δοθούν μια και η όρεξη του οργανισμού επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Οι μεταβολικές απαντήσεις του οργανισμού στις γλυκαντικές ουσίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους υποδοχείς της γλυκιάς γεύσης. Τελευταία δεδομένα υποστηρίζουν πως τέτοιοι υποδοχείς δεν απαντώνται μόνο στη γλώσσα αλλά και στο λεπτό έντερο (τον δεύτερο εγκέφαλο του οργανισμού, όπως αποκαλείται πλέον). Η διέγερση αυτών των υποδοχέων από π.χ. μια γλυκαντική ουσία μπορεί να προκαλέσει ποικίλες ορμονομεταβολικές απαντήσεις, των οποίων ο ρόλος στην παχυσαρκία και τον σακχαρώδη διαβήτη μόλις έχει αρχίσει να διερευνάται τα τελευταία χρόνια. Επιπρόσθετα, πρέπει να αναφερθεί πως σε αυτού του είδους τα πολύπλοκα ερωτήματα η διαθεσιμότητα των μελετών που αφορούν ανθρώπους είναι εξαιρετικά περιορισμένη και τα όποια συμπεράσματα είναι μάλλον προσωρινά και όχι τελειωτικά. Επιτακτική κρίνεται ακόμη η διενέργεια καλοσχεδιασμένων ελεγχόμενων κλινικών δοκιμών οι οποίες θα εξετάζουν τις μακροχρόνιες επιδράσεις των συγκεκριμένων γλυκαντικών ουσιών στον έλεγχο του βάρους και του γλυκαιμικού ελέγχου στα διάφορα στάδια της ζωής του ανθρώπου.
Ενώ λοιπόν ο περιορισμός της κατανάλωσης των προστιθέμενων σακχάρων στα τρόφιμα είναι επιθυμητός στην πορεία προς μια καλύτερη διατροφή και την επίτευξη φυσιολογικού σωματικού βάρους στην παρούσα φάση δεν υπάρχουν επαρκή επιστημονικά δεδομένα που να τεκμηριώνουν το αν η χρήση των γλυκαντικών ουσιών χαμηλών θερμίδων μειώνει τελικά τα προστιθέμενα σάκχαρα ή δρα ευεργετικά στο ισοζύγιο ενέργειας, στο σωματικό βάρος ή στους καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου. Συμπερασματικά λοιπόν θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως εν αναμονή νέων επιστημονικών μελετών και δεδομένων που θα συμπληρώνουν το μεταβολικό παζλ η δέουσα καταναλωτική στρατηγική σε σχέση με τις νέες γλυκαντικές ουσίες μπορεί να συνοψιστεί στην πανάρχαια λαϊκή ρήση: ‘το μηδέν άγαν’.