Πολύ πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία σε συνεργασία με εκπροσώπους από άλλες εννιά επιστημονικές εταιρείες, διαμόρφωσαν τις νέες οδηγίες για την πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων.
Για την ιστορία πρέπει να αναφερθεί πως μέχρι το 1990 κάθε χώρα είχε τις δικές της οδηγίες, ενώ οι πρώτες κοινές οδηγίες διαμορφώθηκαν το 1994. Το 1998 οι οδηγίες αναθεωρήθηκαν από τη 2η ομάδα εργασίας και το 2003 η 3η ομάδα εργασίας τις αναβάθμισε περαιτέρω. Έτσι, φτάσαμε στις πλέον ενημερωμένες οδηγίες του 2007 οι οποίες διαμορφώνονται από τις πλέον πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες. Ας τις εξετάσουμε όμως πιο αναλυτικά.
Οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούν την κύρια αιτία πρόωρων θανάτων στην Ευρώπη. Το 2000 οι καρδιαγγειακές παθήσεις αποτελούσαν την αιτία περισσότερων των 4 εκατομμυρίων θανάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι περισσότερες των περιπτώσεων σχετίζονται έντονα με τον τρόπο ζωής γι’ αυτό ακριβώς υπάρχουν πολλά που μπορεί κάποιος να κάνει για να προλάβει την εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου πριν αυτή φθάσει σε κατάσταση μη αναστρέψιμη.
Έμφαση δίνεται στους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο οι οποίοι μπορούν να τροποποιηθούν. Αυτοί αφορούν κυρίως τον τρόπο ζωής και τη διατήρηση των επιπέδων των λιπιδίων και της αρτηριακής πίεσης του αίματος σε φυσιολογικά επίπεδα μέσα από τη φυσική δραστηριότητα, τον έλεγχο του βάρους, την μέτρια κατανάλωση αλκοόλ, τον περιορισμό του αλατιού, την κατανάλωση φρέσκων φρούτων και λαχανικών καθώς και γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
Στο σημείο αυτό οι καινούριες οδηγίες διαφέρουν από τις προηγούμενες. Δίνουν δηλαδή μεγαλύτερη έμφαση όχι στην πρόληψη μέσω φαρμάκων αλλά κυρίως μέσα από τη φυσική δραστηριότητα, τον έλεγχο του σωματικού βάρους και του τρόπου ζωής και διατροφής. Για να αξιολογηθεί δε ο δεκαετής κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου που διατρέχει κάποιος έχει καταρτιστεί ο βαθμολογημένος πίνακας με το όνομα SCORE.
Διατροφή
Οι ανανεωμένες οδηγίες τονίζουν πως η σχέση ανάμεσα στην πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών, επιπέδων χοληστερόλης του αίματος και συχνότητας των καρδιαγγειακών παθήσεων είναι όχι μόνο ισχυρή αλλά και αιτιακή. Τα ω-3 λιπαρά οξέα με τη σειρά τους φαίνεται να προστατεύουν από μοιραία επεισόδια ασθενείς που έχουν ήδη υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου.
Η πρόσληψη άλατος (χλωριούχο νάτριο) επηρεάζει δυσμενώς την αρτηριακή πίεση και τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου. Χαρακτηριστικό επίσης είναι πως μελέτες παρέμβασης με συμπληρώματα βιταμινών απέτυχαν στο να δείξουν προστατευτική δράση έναντι των καρδιοπαθειών.
Τέλος, ευεργετική καρδιοπροστατευτική δράση φαίνεται να έχουν συγκεκριμένα μοντέλα-πρότυπα διατροφικών συνηθειών που περιλαμβάνουν αυξημένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, έλαιων πλούσιων σε μονοακόρεστα λιπαρά οξέα (όπως το ελαιόλαδο) και γαλακτοκομικών προϊόντων χαμηλών λιπαρών. Ένα χαρακτηριστικό τέτοιο διατροφικό πρότυπο είναι αυτό της Μεσογειακής Διατροφής.
Οι οδηγίες δεν παραλείπουν να αναφέρουν πως η διαιτολογία αποτελεί ένα ακέραιο και ξεχωριστό μέρος της αντιμετώπισης των παραγόντων κινδύνου του καρδιαγγειακού ασθενή. Ο τελευταίος, αλλά και όλοι όσοι έχουν αυξημένο κίνδυνο δικαιούται υπεύθυνη και επαγγελματική πληροφόρηση σχετικά με τα τρόφιμα και τις διαιτητικές επιλογές που μειώνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Η εξατομίκευση των οδηγιών πρέπει να επιτυγχάνει τη χρυσή τομή ανάμεσα σε ποικιλία υγιεινών τροφίμων, μετρίων επιπέδων φυσικής δραστηριότητας ανάλογα με την ηλικία του ατόμου και πιθανών παραγόντων κινδύνου που συνυπάρχουν (κάπνισμα, υπέρταση, διαβήτης, παχυσαρκία, δυσλιπιδαιμία, φύλο, κληρονομικότητα).
Παχυσαρκία
Στις νέες κατευθυντήριες γραμμές γίνεται ιδιαίτερη μνεία στην παχυσαρκία. Το σωματικό βάρος και ο διαβήτης αποτελούν τους μόνους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου που εμφανίζουν συνεχή αύξηση στο πέρασμα του χρόνου. Η παχυσαρκία παίρνει πλέον διαστάσεις παγκόσμιας επιδημίας σε ενήλικες και δυστυχώς σε παιδιά. Εκτιμάται πως σε ολόκληρο τον κόσμο 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι υπέρβαροι και 300 εκατομμύρια είναι παχύσαρκοι.
Το ανησυχητικό πλέον εύρημα είναι πως το ενδοκοιλιακό σπλαχνικό λίπος πλέον θεωρείται ένα μεταβολικό ενδοκρινικό όργανο που απελευθερώνει ουσίες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην καρδιαγγειακή ομοιόσταση. Το αυξημένο σωματικό βάρος σχετίζεται με αυξημένο αριθμό θανάτων από καρδιαγγειακά μέσω της αύξησης της αρτηριακής πίεσης, της ολικής χοληστερίνης και μείωσης της ‘καλής χοληστερίνης’.
Η έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την Παχυσαρκία υποδεικνύει επιπρόσθετα τη χρήση της περιφέρειας μέσης, εκτός από τον δείκτη μάζας σώματος, για την περαιτέρω συμβουλευτική του ατόμου. Έτσι, άντρες με περιφέρεια μέσης από 94 - 102 εκ. και γυναίκες μεταξύ 80 – 88 παροτρύνονται να μην πάρουν περισσότερο βάρος, ενώ αυτοί με μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης θα πρέπει να μειώσουν το σωματικό τους βάρος.
Ο καλύτερος τρόπος είναι ο περιορισμός της πρόσληψης θερμίδων και η ενσωμάτωση της σωματικής άσκησης στη ζωή μας. Χαρακτηριστικό είναι πως η ευεργετική δράση της άσκησης στο ενδοκοιλιακό λίπος συμβαίνει πριν την έναρξη της απώλειας βάρους.
Διάφορες δίαιτες έχουν δοκιμαστεί για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Η πιο δημοφιλής προσέγγιση είναι αυτή της δίαιτας χαμηλού λίπους, η οποία έχει επιπρόσθετα έντονη επίδραση στην ‘κακή χοληστερίνη’. Η συνολική πρόσληψη λίπους θα πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 25% - 35% της συνολικά προσλαμβανόμενης ενέργειας ενώ η πρόσληψη των κορεσμένων και των τρανς λιπαρών οξέων θα πρέπει να είναι μικρότερη του 7% της συνολικά προσλαμβανόμενης ενέργειας.
Μια άλλη προσέγγιση είναι αυτή της δίαιτας χαμηλών υδατανθράκων, η οποία φαίνεται πως βραχυπρόσθεσμα είναι αποτελεσματική στην απώλεια βάρους, στη μείωση των τριγλυκεριδίων και στην αύξηση της ‘καλής χοληστερίνης’. Οι μακροχρόνιες επιδράσεις της είναι ακόμα υπό αμφισβήτηση. Προσοχή επίσης συνίσταται στην κατανάλωση αλκοόλ, μια και αυτό αποτελεί κύρια πηγή θερμίδων.
Συμπερασματικά, απαιτείται μακροχρόνια αλλαγή της συμπεριφοράς του ατόμου και η συμπεριφοριστική και η γνωσιακή-συμπεριφοριστική θεραπεία μπορούν να δράσουν επικουρικά στη δίαιτα και τη σωματική άσκηση.
Σωματική άσκηση
Η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία έχει καταλήξει στο ότι η έλλειψη συστηματικής φυσικής δραστηριότητας παίζει ρόλο στην πρόωρη εμφάνιση και εξέλιξη της στεφανιαίας νόσου. Από την άλλη πλευρά, οποιαδήποτε αύξηση της σωματικής δραστηριότητας αποβαίνει τελικά ευεργετική για την υγεία και οι μικρές περίοδοι άσκησης δρουν προσθετικά. Η άσκηση παίρνει ιδιαίτερο νόημα όταν αναφερόμαστε στις νεαρές ηλικίες.
Τα παιδιά των ευρωπαϊκών χωρών είναι λιγότερο δραστήρια σε σχέση με το παρελθόν και αυτό πλέον αποτελεί πρόβλημα δημόσιας υγείας. Περισσότεροι από τους μισούς έφηβους αδρανοποιούνται σωματικά μετά την λήξη της σχολικής περιόδου. Οι ενήλικες με τη σειρά τους υιοθετούν ένα καθιστικό τρόπο ζωής και εργασίας, γεγονός που διπλασιάζει τον κίνδυνο πρόωρου θανάτου και καρδιαγγειακής νόσου.
Η αποφυγή ενός τέτοιου τρόπου ζωής μπορεί να χαρίσει σε έναν ενήλικα από 1,5 – 3,5 χρόνια επιπλέον ζωής. Τα παιδιά θα πρέπει να ασκούνται καθημερινά με απώτερο στόχο τουλάχιστον μισή ώρα άσκησης, με επιθυμητά υψηλά επίπεδα έντασης περίπου 60% - 75% του μέγιστου καρδιακού ρυθμού, τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας.
Παραδείγματα δραστηριότητας μπορούν να είναι το γρήγορο περπάτημα, το τζόκινγκ, η ποδηλασία, η κολύμβηση, η ενασχόληση με τον σπιτικό κήπο, ο αερόβιος χορός, το τέννις ή το γκολφ. Ο ρόλος της άσκησης είναι σημαντικός ακόμα και για τους ηλικιωμένους, τους ασθενείς με στεφανίαια νόσο ή καρδιακή ανεπάρκεια.
Κληρονομικότητα-γενετικά τεστ
Οι ανανεωμένες οδηγίες κάνουν αναφορά, εκτός των άλλων, στον ρόλο της κληρονομικότητας και στα διάφορα γενετικά τεστ εκτίμησης του καρδιαγγειακού κινδύνου. Ο κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου αυξάνεται όταν υπάρχει θετικό ιστορικό συγγενούς πρώτου, δεύτερου ή τρίτου βαθμού, όταν ο αριθμός των μελών της οικογένειας με στεφανιαία νόσο αυξάνει και όσο μικρότερη είναι η ηλικία στην οποία τα μέλη της οικογένειας εμφάνισαν τη νόσο. Όσον αφορά τη σχέση συγκεκριμένων γονιδίων με τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.
Υπάρχουν πολλά υποψήφια γονίδια τα οποία έχουν ήδη εξεταστεί. Επίσης έχουν εξεταστεί διάφοροι μονονουκλεοτιδικοί πολυμορφισμοί γονιδίων (SNPs), οι οποίοι ορίζονται ως εκδοχές γενετικών αλληλουχιών που απαντώνται σε πληθυσμιακή συχνότητα μεγαλύτερη του 1%.
Μερικά παραδείγματα γονιδίων είναι αυτά που εμπλέκονται στη ρύθμιση του μεταβολισμού των λιπιδίων (APOE, APOB, LPL, CETP, PAI1, GIIb/GIIa, FV) και τα γονίδια ρύθμισης της λειτουργίας του ενδοθηλίου (eNOS, MTHFR, ACE). Η σχέση όλων αυτών με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο φαίνεται να είναι μέτρια. Έτσι, τα υπάρχοντα γενετικά τεστς δεν συμβάλλουν σημαντικά στη διάγνωση ή στην αντιμετώπιση της νόσου. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα ώστε στο μέλλον ίσως να μπορούν να αναγνωριστούν άτομα υψηλού κινδύνου και να προσαρμοστεί κατάλληλα η θεραπεία.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα παρατηρούσαμε πως από το 1970 στις χώρες της δυτικής Ευρώπης οι θάνατοι από καρδιαγγειακά παρουσιάζουν μείωση, κάτι που στις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης συμβαίνει μόλις τα τελευταία χρόνια.
Αν κανείς συνυπολογίσει πως η προαναφερόμενη μείωση φαίνεται να προέρχεται από αλλαγές στον τρόπο διατροφής και αποφυγή του καπνίσματος σε πληθυσμιακό επίπεδο, τότε σίγουρα γίνονται εμφανείς οι 2 κύριοι στόχοι στους οποίους πρέπει να εστιάσουν οι πληθυσμοί των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, όπως η Ελλάδα. Έτσι, θα κατορθώσει και η χώρα μας να πλησιάσει τους ρυθμούς μείωσης των θανάτων που εμφανίζουν οι δυτικοευρωπαϊκές χώρες.
ΠΑΠΑΜΙΚΟΣ ΒΑΣΙΛΗΣ (ΚΙΝΗΤΟ: 6977867138)
Υποψήφιος διδάκτωρ Διατροφογενομικής Χαροκοπείου Πανεπιστημίου
M.Med.Sci Κλινικός Διαιτολόγος - Διατροφολόγος, Πανεπιστημίου Γλασκώβης
MSc Healthcare Manager, Πανεπιστημίου Αθηνών
Πτυχιούχος Διαιτολόγος - Διατροφολόγος, Χαροκοπείου Πανεπιστημίου